κατασιγάζω

κατασιγάζω
(AM κατασιγάζω)
1. κάνω κάποιον να σωπάσει, επιβάλλω σιγή («κατασιγάζειν σάλπιγγα», Αιλ.)
2. καταπραΰνω, καταστέλλω (α. «κατασιγάζω τα πάθη» β. «ἐνίοτε φασὶν οἱ ἔμπειροι τὸν ἄρρενα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν», Αριστοτ.)
αρχ.
παθ. κατασιγάζομαι
βρίσκομαι σε αχρησία, δεν χρησιμοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σιγάζω «κάνω κάποιον να σωπάσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασιγάζω — κατασιγάζω, κατασίγασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατασιγάζω — ασα, άστηκα, κατασιγασμένος, η, ο 1. κάνω κάποιον να σιγήσει, να σιωπήσει, του βουλώνω το στόμα. 2. μτφ., κατευνάζω, καταπαύω, καταπνίγω: Δεν κατασίγασε ο έρωτάς του γι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασιγαζόντων — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut gen pl κατασιγάζω put to silence pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγασθέντα — κατασιγάζω put to silence aor part pass neut nom/voc/acc pl κατασιγάζω put to silence aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζει — κατασιγάζω put to silence pres ind mp 2nd sg κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζοντα — κατασιγάζω put to silence pres part act neut nom/voc/acc pl κατασιγάζω put to silence pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζουσι — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζουσιν — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγαζόμενοι — κατασιγάζω put to silence pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγαζόμενος — κατασιγάζω put to silence pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”